ανήστευτος

ανήστευτος
-η, -ο
αυτός που δε νήστεψε ή δε νηστεύει: Πήγε και κοινώνησε ανήστευτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανήστευτος — η, ο 1. αυτός που δεν τηρεί τις νηστείες που ορίζει η Εκκλησία 2. αυτός που δεν τήρησε νηστεία, δεν νήστεψε 3. (για ημέρες) η ημέρα για την οποία από την Εκκλησία δεν ορίζεται νηστεία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”